- ἀπόβλεψαι
- ἀποβλέπωlook away fromaor imperat mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀποβλέψαι — ἀποβλέπω look away from aor inf act ἀποβλέψαῑ , ἀποβλέπω look away from aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφή — η, ΝΜΑ 1. ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση (α. «ζει μέσα στην τρυφή» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», Πλάτ.) 2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία μσν. αρχ. χαρά, ευχαρίστηση αρχ. 1. η ιδιότητα τού μαλακού, απαλότητα … Dictionary of Greek